Κάποτε οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη, οι περισσότεροι άνθρωποι, ήταν φτωχοί. Μα περνούσαν καλύτερα. Η γιαγιά μου ωού έλεγε ότι τα μόνα δώρα που έπαιρναν από τους γονείς τους ήταν ένα ζαχαρωμένων μήλο στα γενέθλια και ένα πορτοκάλι τα Χριστούγεννα Όταν πια έφτασαν στην εφηβεία άρχισαν οι χοροί, ραντεβού κλπ. Μα οι χοροί χρειάζονται γκαρνταρόμπα, γόβες στιλέτο κλπ Τα τρία αδέρφια, η γιαγιά μου με την αδερφή μου και τον αδερφό τους ήθελαν να γραφτούν επίσης σε φυσιολατρικό σύλλογο. Μα αυτό ήθελε και άλλα έξοδα. Κατάλληλες αρβύλες, μπουφάν, ειδικά παντελόνια, σάκους. Οι γονείς τους δεν είχαν τόσα λεφτά. Τους έδωσαν να διαλέξουν: χορούς η σύλλογος; Τα αδέρφια διάλεξαν να γίνουν φυσιολάτρες. Και έτσι άρχισαν πρώτα τις πεζοπορικές στα γύρω βουνά και αργότερα όταν άρχισαν να δουλεύουν σε όλοι την χώρα. Εκεί βρήκαν και τα ταίρια τους. Χωρίς προξενιό. Παντού πήγαιναν μαζί, μία μεγάλη παρέα. Ο παππούς μου, οδηγός τρένων, μάζεψε λεφτά για να πάρει μία φωτογραφική μηχανή και τράβαγε τις πιο όμορφες στιγμές στα δάση και τα λιβάδια. Τα έκανε σλάιντς και μετά καλούσε όλους τους φίλους σε προβολές. Τα πιο όμορφα πάρτι…
Εγώ ήμουνα σε λίγο «καλύτερη μοίρα». Έπαιρνα ότι διάλεγα, αλλά επίσης μόνο στα γενέθλια και στα Χριστούγεννα Το χαρτζιλίκι μου έφτανε για καραμέλες. Κάθε μέρα μετά το σχολείο παίρναμε με την φίλη μου καραμέλες. Όταν μετά το Λύκειο είχαμε πάει με την αδερφή μου στην Αυστρία στον θείο μου, μας έδωσαν οι γονείς μας αρκετά λεφτά. Ήταν τα λεφτά που έδινε η αστυνομία μέσω της τράπεζας στους ανθρώπους στους οποίους επέτρεπε να ταξιδεύουν στη Δύση. Πήρα στην Αυστρία φούστα, τέσσερα ζιβάγκο, ένα κοτλέ παντελόνι και οι θείες μου μού έδωσαν ένα σωρό άλλα δώρα και δωράκια. Για να θαμπώνω από την καλοπέραση της εκεί μεσαίας τάξης.
Η μαμά και ο μπαμπάς μας έμαθε στην αυτάρκεια. Η ίδια όταν έμπαινε στο μαγαζί σκαφτό ταν και ξανασκεφτόταν τι θα πάρει. Πολλές φορές έφευγε για να το σκεφτεί στο σπίτι με την ησυχία της. Μετά έλεγε: «Όχι, μα δεν το χρειάζομαι στα αλήθεια…»
Έπαιρνε μόνο τα απαραίτητα. Μα πάντα φρόντιζε να περνάμε τις διακοπές καλά. Μας έστελνε σε διάφορους τόπους με διάφορες ευκαιρίες. Μόνες μας αλλά πηγαίναμε και μαζί. Ποτέ δεν έλειπε μία εκδρομή στο εξωτερικό. Και ας ήταν στα γύρω κράτη. Κάθε καλοκαίρι ζούσαμε και κάτι καινούργιο.
Η κόρη μου παίρνει χαρτζιλίκι από τον πατέρα της χίλια Ευρώ. Σνομπάρει το σχολικό εστιατόριο. Την καταλαβαίνω. Δεν μαγειρεύουν καλά. Μία πίτσα απ’ έξω είναι πάντα καλύτερη. Τις βαρέθηκε όμως. Άρχισε να μαγειρεύει μόνη της. Μα σπουδάζει και είναι πολυάσχολη. Δεν έχει χρόνο να δουλεύει συγχρόνως. Ούτε λόγος. Δεν θα προλάβαινε. Θα έπρεπε να αφήνει πολλές εξετάσεις και δεν θα τελείωνε ούτε σε δέκα χρόνια. Μα έτσι που είναι πολυάσχολη δεν προλαβαίνει ούτε το μαγείρεμα. Πολλά τρόφιμα πηγαίνουν από το ψυγείο κατευθείαν στο καλάθι αχρήστων. Άλλωστε, δεν τα συνηθίσαμε αυτά. Φτιάχνουμε σαλάτα και τουλάχιστον το ένα τέταρτο πετιέται. Μετά παραπονούμαστε ότι η λαϊκή είναι ακριβή. Αφού παίρνουμε τα μισά λαχανικά για το καλάθι αχρήστων.
Παίρνω μόνο μία ντομάτα ή δύο. Κάθε μέρα φρέσκια. Δεν είναι κόπος τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Ακόμα. Και θα μείνουν. Όσα έχουν πράγματι αφεντικό με επιχειρηματικό ταλέντο. Όποιος τα κάνει μόνο για τα λεφτά δεν θα αντέξει. Δεν θα έχει ενθουσιασμό πλέον. Δεν θα έχει ενέργεια. Θα μαραζώσει.
Τα λεφτά τελείωσαν. Η ανθρώπινη θέληση μεγαλώνει…
Η φύση μπορεί να δώσει δύναμη σε όλους. Να την φυλάμε ως κόρη οφθαλμού. Είναι όλων μας. Μα να πηγαίνουμε στην άγρια καρδιά της χωρίς αυτοκίνητα γιατί αυτά την καταστρέφουν. Μπορούμε να περνάμε καλύτερα χωρίς ΙΧ. Επίσης τα τρένα δεν θα ήταν υπό κατάρρευση. Τα τρένα… σκέτη περιπέτεια! Η ζωή χωρίς περιπέτεια δεν έχει το ζουμί της. Και η πραγματική περιπέτεια αρχίζει εκεί όπου μας αρέσει η ατόφια ζωή. Τέλος πια στην βαρεμάρα μπροστά στην τηλεόραση… να ζούμε ζωές άλλων. Η δική μας δεν περιμένει…
Αυτή τη μεγάλη οθόνη ας την αφήσουμε προς το παρόν, θα την πάρουμε όταν βρούμε αυτό που μας γεμίζει πραγματικά.
Η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής είναι η όμορφη εργασία που μας ταιριάζει. Η γεμάτη ζωή ακολουθεί. Για κάποιον πιο φτωχή, για αυτόν που «σκέφτεται» και με την καρδιά πλουσιότερη.
Τα λεφτά ούτως ή άλλως είναι μόνο για να τις τρώνε οι τράπεζες.
Sissi Soko
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010
Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010
Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010
Το μεγάλο Ταγκό της αποτυχίας...
Ο Δημήτρης ήταν εργάτης. Σιδεράς. Δούλευε σε μια μικρή επιχείρηση μαζί με το αφεντικό του και τρεις άλλους συνάδελφους. Δεν του άρεσε να σκέφτεται τον εαυτό του ως «εργατική τάξη» παρόλο που η γυναίκα του, η Ελένη, η οποία ήταν στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, έλεγε ότι πλέον όλοι οι εργαζόμενοι είναι εργατική τάξη. Πλην των διανοουμένων. Όχι, ο ίδιος είχε σπουδάσει μηχανικός μηχανημάτων και θεωρούσε τον εαυτό του διανοούμενο. Εδώ που τα λέμε, τελείωσε το Πανεπιστήμιο με το ζόρι, το μεγάλο του όνειρο ήταν να σπουδάσει μηχανικός αεροπλάνων, αλλά δεν του έφταναν τα μόρια.
Και τώρα ήταν άνεργος. Προχθές τον απέλυσε το αφεντικό του, του είπε ότι είναι ο πιο μικρός στην επιχείρηση και θα βρει πιο εύκολα δουλειά. Ως σιδεράς δούλευε στα μαύρα, παρόλο που αυτό απαγορευόταν. Έμεινε χωρίς επιδόματα, χωρίς αποζημίωση. Ευτυχώς η γυναίκα του ήταν εξασφαλισμένη. Κουτσά-στραβά θα τα έβγαζαν πέρα. Ο αδερφός του θα του έστελνε λαχανικά από την Αυλίδα, τον είχαν απολύσει πριν από ένα χρόνο και είχε μετακομίσει στο πατρικό τους για να αφιερωθεί στην αγροτική ζωή. Ήταν πολλοί γνωστοί του στα χωριά.
Πέρασαν μερικές μέρες και ο Δημήτρης άρχισε να ενθουσιάζεται όλο και πιο πολύ. Τώρα θα μπορούσε να αφιερώσει την ζωή του στην τέχνη. Με τον τελευταίο μισθό πήρε πηλό, καμβά, λαδομπογιές και ένα κατακαινούργιο βιολί. Πάντα του άρεσε η Βανέσα Μέι.
Το βράδυ άνοιξε το δημοτικό κανάλι και έτσι όπως έπλεε σε κύματα ενθουσιασμού, άκουσε μια φανταστική είδηση. Το υπουργείο Δία Βίου Μάθησης προκήρυξε διαγωνισμό για το καλύτερο άγαλμα, πίνακα ή ταινία. Το πρώτο βραβείο ήταν η επαγγελματική υποστήριξη χωρίς όρια σε οποιονδήποτε τομέα. Ήταν την περίοδο που στην κυβέρνηση βρισκόταν η ΑΚΟΑ, η «Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά» του παλαιού Σύριζα με τον καινούργιο ΣΥΝ – Κόκκινο, τη Δημοκρατική Ανανέωση Ελλάδας, την Ανταρσύα και τους Πράσινους οικολόγους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις κατέρρευσε από μέσα της σαν χάρτινος πύργος.
Την άλλη κιόλας ημέρα βάλθηκε να πλάσει με τον πηλό ένα μεγάλο Πήγασο. Δούλευε μόνο όταν οι άλλοι έλειπαν. Ήθελε, δεν ήξερε γιατί, να το κρατήσει μυστικό. Σε τρεις βδομάδες και με πολλές αρχικές αποτυχίες ήταν έτοιμος. Άφησε τον Πήγασο στο παράθυρο να στεγνώσει. Αλλά σε λίγες μέρες του έπεσαν τα φτερά. Και μετά διαλύθηκε ολόκληρος.
Ο Δημήτρης ήταν συντετριμμένος. Ο δεκάχρονος γιος της γυναίκας του, ο Γιώργος, που τον είχε από το πρώτο γάμο της, είπε ότι έπρεπε να φτιάξει τον Πήγασο από ένα κομμάτι πηλό και όχι να τον συγκολλήσει. Έτσι όλοι έμαθαν το μυστικό. Η Ελένη ήταν μουτρωμένη αλλά τελικά το ξεπέρασε. Η ίδια παράλληλα με τη δουλειά της σπούδασε Παιδαγωγικά στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Τώρα με την καινούργια κυβέρνηση μπήκαν στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο εκτός από την Πληροφορική και η Φιλοσοφία και τα Αρχαία όπως και τα Παιδαγωγικά, όλα όσα δεν ήταν πριν. Η ίδια είχε πολλές φιλοδοξίες. Η αλήθεια είναι ότι έβλεπε τον εαυτό της ως βουλευτής και μετά… ως υπουργό Παιδείας!
Ο Δημήτρης άρχισε να ζωγραφίζει. Στην αρχή τον δυσκόλεψαν οι λαδομπογιές, αλλά μετά συνήθισε. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει από τη φαντασία του τίποτα που θα έμοιαζε με κάτι πραγματικό. Η ημερομηνία λήξης του διαγωνισμού πλησίαζε και αυτός δεν είχε κάνει ακόμα τίποτα που να τον ικανοποιούσε. Ο Γιώργος του ζήτησε τις λαδομπογιές – πήγαινε στο Γυμνάσιο Καινούργιου Ανθρώπου, το πρώτο δοκιμαστικό Γυμνάσιο όπου τα παιδιά μάθαιναν τέχνες. Ο Δημήτρης ήταν χαρούμενος για τον Γιώργο, μα σκεφτόταν ότι η καινούργια κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να κάνει μόνο πειραματικά Γυμνάσια αλλά να κάνει τις αλλαγές επαναστατικά, ως τομή, σε όλα τα Γυμνάσια και Λύκεια. Αφού όλοι πλέον ήξεραν ότι το να μαθαίνουν τα παιδιά τέχνες είναι σωστό. Ο Δημήτρης έδωσε στον Γιώργο τις λαδομπογιές. Οι λαδομπογιές είναι ακριβούτσικες και η Ελένη δεν ήθελε να τις πάρει στον Γιώργο. Έλεγε ότι μπορεί να συνεχίσει να ζωγραφίζει με νερομπογιές.
Ο Δημήτρης με τα τελευταία του λεφτά πήρε παρτιτούρες για βιολί, μα ο ήχος που έβγαινε δεν του άρεσε καθόλου. Ήταν πολύ απογοητευμένος. Πήρε και νερομπογιές και ζωγράφισε τα μοναδικά όμορφα αντικείμενα που είχαν στο σπίτι, δύο μάσκες από το ταξίδι του μέλιτος στην Βενετία. Τα κατάφερε! Επιτέλους. Ήταν η τελευταία μέρα του διαγωνισμού. Μα τα χρώματα δεν στέγνωσαν μέχρι το πρωί και έτσι έχασε την προθεσμία.
«Το άλλο τρίμηνο σίγουρα θα τα καταφέρω», είπε με το νου του. Σκεφτόταν τι άλλο μπορεί να κάνει. Και το βρήκε! Θα έκανε ένα τεράστιο άγαλμα από σίδερο, το πιο μεγάλο και έτσι σίγουρα θα κερδίσει το διαγωνισμό! Ήξερε και τι θα ήταν. Ένας άνθρωπος με φτερά. Την άλλη μέρα πήγε στο πρώην αφεντικό του για να τον παρακαλέσει να τον αφήσει να δουλεύει το άγαλμα τις ώρες που δεν δουλεύει το σιδεράδικο. Αλλά το αφεντικό του φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν του το επέτρεψε.
Η μόνη λύση ήταν η κάμερα. Δεν καθυστέρησε καθόλου και πήγε στον άνθρωπο που γύρισε το γάμο τους για να τον παρακαλέσει να του δανείσει την κάμερα. Αλλά και εκείνος φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν του την έδωσε.
Το βράδυ έκατσε και πάλι, μετά από πολύ καιρό, μπροστά από την τηλεόραση και άνοιξε το δημοτικό κανάλι. Ξαφνικά άκουσε για διαγωνισμό διηγήματος από το περιοδικό «Χρυσή πένα». Και έτσι έκατσε και περιέγραψε όλη του την περιπέτεια με το πώς ήθελε να γίνει καλλιτέχνης. Θα το ονόμαζε «Το μεγάλο ταγκό της αποτυχίας». Το πρώτο βραβείο ήταν ένα λάπτοπ. Άρχισε και πάλι να ονειροπολεί. Θα συνδεόταν χάρη στο Ίντερνετ με άλλους σε όλο τον κόσμο και θα πραγματοποιούσε το μεγαλύτερό του όνειρο. Να κάνει ένα εργαστήρι έρευνας «Προσωπικού πτεροελικοειδή», όπως το φανταζόταν από τα φοιτητικά του χρόνια.
Πούλησε το βιολί και πήρε και άλλους καμβάδες και λαδομπογιές. Πλέον θα ζωγράφιζε μόνο όταν θα είχε έμπνευση και όχι για κάποιο διαγωνισμό. Για να γαληνέψει η ψυχή του.
Έπειτα έπεισε τη γυναίκα του να κάνουν κι άλλο ένα παιδί. Θα του τα μάθαιναν όλα. Στο δημοτικό κανάλι έλεγαν ότι θα γίνουν Ομάδες Εθελοντικής Ανταλλαγής Υπηρεσιών. Συνειδητοποιούσε πόσα πολλά έχει να προσφέρει ο ίδιος. Από μαθήματα μαθηματικών έως φύλαξη παιδιών.
Και μία εσωτερική χαρά διαπέρασε ξαφνικά όλο το είναι του.
Η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Και μαζί της όλος ο φτωχός κόσμος…
Και τώρα ήταν άνεργος. Προχθές τον απέλυσε το αφεντικό του, του είπε ότι είναι ο πιο μικρός στην επιχείρηση και θα βρει πιο εύκολα δουλειά. Ως σιδεράς δούλευε στα μαύρα, παρόλο που αυτό απαγορευόταν. Έμεινε χωρίς επιδόματα, χωρίς αποζημίωση. Ευτυχώς η γυναίκα του ήταν εξασφαλισμένη. Κουτσά-στραβά θα τα έβγαζαν πέρα. Ο αδερφός του θα του έστελνε λαχανικά από την Αυλίδα, τον είχαν απολύσει πριν από ένα χρόνο και είχε μετακομίσει στο πατρικό τους για να αφιερωθεί στην αγροτική ζωή. Ήταν πολλοί γνωστοί του στα χωριά.
Πέρασαν μερικές μέρες και ο Δημήτρης άρχισε να ενθουσιάζεται όλο και πιο πολύ. Τώρα θα μπορούσε να αφιερώσει την ζωή του στην τέχνη. Με τον τελευταίο μισθό πήρε πηλό, καμβά, λαδομπογιές και ένα κατακαινούργιο βιολί. Πάντα του άρεσε η Βανέσα Μέι.
Το βράδυ άνοιξε το δημοτικό κανάλι και έτσι όπως έπλεε σε κύματα ενθουσιασμού, άκουσε μια φανταστική είδηση. Το υπουργείο Δία Βίου Μάθησης προκήρυξε διαγωνισμό για το καλύτερο άγαλμα, πίνακα ή ταινία. Το πρώτο βραβείο ήταν η επαγγελματική υποστήριξη χωρίς όρια σε οποιονδήποτε τομέα. Ήταν την περίοδο που στην κυβέρνηση βρισκόταν η ΑΚΟΑ, η «Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά» του παλαιού Σύριζα με τον καινούργιο ΣΥΝ – Κόκκινο, τη Δημοκρατική Ανανέωση Ελλάδας, την Ανταρσύα και τους Πράσινους οικολόγους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις κατέρρευσε από μέσα της σαν χάρτινος πύργος.
Την άλλη κιόλας ημέρα βάλθηκε να πλάσει με τον πηλό ένα μεγάλο Πήγασο. Δούλευε μόνο όταν οι άλλοι έλειπαν. Ήθελε, δεν ήξερε γιατί, να το κρατήσει μυστικό. Σε τρεις βδομάδες και με πολλές αρχικές αποτυχίες ήταν έτοιμος. Άφησε τον Πήγασο στο παράθυρο να στεγνώσει. Αλλά σε λίγες μέρες του έπεσαν τα φτερά. Και μετά διαλύθηκε ολόκληρος.
Ο Δημήτρης ήταν συντετριμμένος. Ο δεκάχρονος γιος της γυναίκας του, ο Γιώργος, που τον είχε από το πρώτο γάμο της, είπε ότι έπρεπε να φτιάξει τον Πήγασο από ένα κομμάτι πηλό και όχι να τον συγκολλήσει. Έτσι όλοι έμαθαν το μυστικό. Η Ελένη ήταν μουτρωμένη αλλά τελικά το ξεπέρασε. Η ίδια παράλληλα με τη δουλειά της σπούδασε Παιδαγωγικά στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Τώρα με την καινούργια κυβέρνηση μπήκαν στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο εκτός από την Πληροφορική και η Φιλοσοφία και τα Αρχαία όπως και τα Παιδαγωγικά, όλα όσα δεν ήταν πριν. Η ίδια είχε πολλές φιλοδοξίες. Η αλήθεια είναι ότι έβλεπε τον εαυτό της ως βουλευτής και μετά… ως υπουργό Παιδείας!
Ο Δημήτρης άρχισε να ζωγραφίζει. Στην αρχή τον δυσκόλεψαν οι λαδομπογιές, αλλά μετά συνήθισε. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει από τη φαντασία του τίποτα που θα έμοιαζε με κάτι πραγματικό. Η ημερομηνία λήξης του διαγωνισμού πλησίαζε και αυτός δεν είχε κάνει ακόμα τίποτα που να τον ικανοποιούσε. Ο Γιώργος του ζήτησε τις λαδομπογιές – πήγαινε στο Γυμνάσιο Καινούργιου Ανθρώπου, το πρώτο δοκιμαστικό Γυμνάσιο όπου τα παιδιά μάθαιναν τέχνες. Ο Δημήτρης ήταν χαρούμενος για τον Γιώργο, μα σκεφτόταν ότι η καινούργια κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να κάνει μόνο πειραματικά Γυμνάσια αλλά να κάνει τις αλλαγές επαναστατικά, ως τομή, σε όλα τα Γυμνάσια και Λύκεια. Αφού όλοι πλέον ήξεραν ότι το να μαθαίνουν τα παιδιά τέχνες είναι σωστό. Ο Δημήτρης έδωσε στον Γιώργο τις λαδομπογιές. Οι λαδομπογιές είναι ακριβούτσικες και η Ελένη δεν ήθελε να τις πάρει στον Γιώργο. Έλεγε ότι μπορεί να συνεχίσει να ζωγραφίζει με νερομπογιές.
Ο Δημήτρης με τα τελευταία του λεφτά πήρε παρτιτούρες για βιολί, μα ο ήχος που έβγαινε δεν του άρεσε καθόλου. Ήταν πολύ απογοητευμένος. Πήρε και νερομπογιές και ζωγράφισε τα μοναδικά όμορφα αντικείμενα που είχαν στο σπίτι, δύο μάσκες από το ταξίδι του μέλιτος στην Βενετία. Τα κατάφερε! Επιτέλους. Ήταν η τελευταία μέρα του διαγωνισμού. Μα τα χρώματα δεν στέγνωσαν μέχρι το πρωί και έτσι έχασε την προθεσμία.
«Το άλλο τρίμηνο σίγουρα θα τα καταφέρω», είπε με το νου του. Σκεφτόταν τι άλλο μπορεί να κάνει. Και το βρήκε! Θα έκανε ένα τεράστιο άγαλμα από σίδερο, το πιο μεγάλο και έτσι σίγουρα θα κερδίσει το διαγωνισμό! Ήξερε και τι θα ήταν. Ένας άνθρωπος με φτερά. Την άλλη μέρα πήγε στο πρώην αφεντικό του για να τον παρακαλέσει να τον αφήσει να δουλεύει το άγαλμα τις ώρες που δεν δουλεύει το σιδεράδικο. Αλλά το αφεντικό του φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν του το επέτρεψε.
Η μόνη λύση ήταν η κάμερα. Δεν καθυστέρησε καθόλου και πήγε στον άνθρωπο που γύρισε το γάμο τους για να τον παρακαλέσει να του δανείσει την κάμερα. Αλλά και εκείνος φοβήθηκε τον ανταγωνισμό και δεν του την έδωσε.
Το βράδυ έκατσε και πάλι, μετά από πολύ καιρό, μπροστά από την τηλεόραση και άνοιξε το δημοτικό κανάλι. Ξαφνικά άκουσε για διαγωνισμό διηγήματος από το περιοδικό «Χρυσή πένα». Και έτσι έκατσε και περιέγραψε όλη του την περιπέτεια με το πώς ήθελε να γίνει καλλιτέχνης. Θα το ονόμαζε «Το μεγάλο ταγκό της αποτυχίας». Το πρώτο βραβείο ήταν ένα λάπτοπ. Άρχισε και πάλι να ονειροπολεί. Θα συνδεόταν χάρη στο Ίντερνετ με άλλους σε όλο τον κόσμο και θα πραγματοποιούσε το μεγαλύτερό του όνειρο. Να κάνει ένα εργαστήρι έρευνας «Προσωπικού πτεροελικοειδή», όπως το φανταζόταν από τα φοιτητικά του χρόνια.
Πούλησε το βιολί και πήρε και άλλους καμβάδες και λαδομπογιές. Πλέον θα ζωγράφιζε μόνο όταν θα είχε έμπνευση και όχι για κάποιο διαγωνισμό. Για να γαληνέψει η ψυχή του.
Έπειτα έπεισε τη γυναίκα του να κάνουν κι άλλο ένα παιδί. Θα του τα μάθαιναν όλα. Στο δημοτικό κανάλι έλεγαν ότι θα γίνουν Ομάδες Εθελοντικής Ανταλλαγής Υπηρεσιών. Συνειδητοποιούσε πόσα πολλά έχει να προσφέρει ο ίδιος. Από μαθήματα μαθηματικών έως φύλαξη παιδιών.
Και μία εσωτερική χαρά διαπέρασε ξαφνικά όλο το είναι του.
Η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Και μαζί της όλος ο φτωχός κόσμος…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)